αχαίνιο

αχαίνιο
Ο σκληρός, ξερός καρπός των φυτών που έχει μόνο ένα σπέρμα. Όλα τα φυτά που ανήκουν στην οικογένεια των συνθέτων έχουν καρπό α., όπως ο ηλίανθος, η φουντουκιά, το γαϊδουράγκαθο, το ραδίκι, το μαρούλι κ.ά. Ο καρπός ονομάζεται διαχαίνιος, τριαχαίνιος ή πολυαχαίνιος, ανάλογα από πόσα ενωμένα α. αποτελείται. Το α. πολλές φορές έχει τρίχες, οι οποίες διευκολύνουν τη μεταφορά των σπερμάτων με τη βοήθεια του ανέμου, γεγονός που διευκολύνει τη γονιμοποίηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… …   Dictionary of Greek

  • χαμομήλι — (ματρικάρια το χαμαίμηλο). Μονοετής πόα της οικογένειας των συνθέτων ή κομποζιτών (δικοτυλήδονα), κοινότατο είδος σε καλλιεργούμενους και χέρσους αγρούς σε ολόκληρη στην Ελλάδα. Έχει φύλλα πολύ σχισμένα, σε τμήματα προμήκη και λεπτά, σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • ψευδαχαίνιο — το, Ν βοτ. καρπός που μοιάζει με αχαίνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + αχαίνιο*] …   Dictionary of Greek

  • ανάβαση — (anabasis). Γένος θάμνων ή μικρών δέντρων της οικογένειας των χηνοποδιιδών, ιθαγενών των παραμεσογειακών περιοχών. Έχουν φύλλα λεπτά, νηματοειδή και άνθη πρασινωπά. Ο καρπός είναι αχαίνιο. Από τα 15 είδη του γένους, στην Ελλάδα απαντά ένα μόνο… …   Dictionary of Greek

  • ελμινθία — (helminthia). Γένος φυτών γνωστών με την κοινή ονομασία αγριοζοχός. Ανήκει στην οικογένεια των συνθέτων και είναι μονοετής, όρθια, διακλαδισμένη πόα ύψους, 0,20 1 μ., με τραχιά φύλλα. Τα άνθη της είναι κίτρινα και ο καρπός της αχαίνιο, κίτρινο με …   Dictionary of Greek

  • κυπερίδες — (cyperaceae). Οικογένεια μονοκοτυλήδονων φυτών, η οποία περιλαμβάνει περίπου 70 γένη και 4.000 είδη. Πρόκειται για ποώδη φυτά –συγγενή προς τα αγρωστώδη– τα οποία προτιμούν τις υγρές και τελματώδεις τοποθεσίες, από τη στάθμη της θάλασσας έως τις… …   Dictionary of Greek

  • κύμινο — (Cuminum cyminum). Ετήσιο ποώδες φυτό, της οικογένειας των σκιαδοφόρων (δικοτυλήδονα). Κατάγεται από την Αίγυπτο και είναι γνωστό από την αρχαιότητα με τη σημερινή του ονομασία. Έχει όρθιο, πολύκλαδο βλαστό, ύψους 20 40 εκ., με βαθιά σχισμένα… …   Dictionary of Greek

  • κύπερος — (Cyperus). Γένος μονοκοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των κυπεριδών, στο οποίο κατατάσσεται και ο πάπυρος (Cyperus papyrus). Το γένος περιλαμβάνει περίπου 700 είδη ριζωματωδών ποωδών φυτών, με παγκόσμια εξάπλωση, εκτός από τις πολύ ψυχρές… …   Dictionary of Greek

  • λεβαντίνη — Φρυγανώδες φυτό της οικογένειας των συνθέτων (δικοτυλήδονα), κοινό σε ξηρούς και πετρώδεις τόπους. Η επιστημονική του ονομασία είναι Santolina chamaecyparissus. Πρόκειται για πολυετή θάμνο, ύψους μέχρι 50 εκ., με ξυλώδη βλαστό και όρθιες, σκληρές …   Dictionary of Greek

  • πολυαχαίνιο — το, Ν βοτ. καρπός που αποτελείται από πολλά αχαίνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + αχαίνιο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”